- πυκνόμαλλος
- -η, -ο, Ναυτός που έχει πυκνές τρίχες, δασύτριχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + -μαλλος (< μαλλί), πρβλ. σγουρό-μαλλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ἑστία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδρομάλλης — μάλλα και μαλλούσα, μάλλικο (συνήθως για ζώα) αυτός που έχει αδρό, πυκνό τρίχωμα ή μαλλιά, πυκνόμαλλος, δασύτριχος, μαλλιαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδρός + μαλλί] … Dictionary of Greek
αμφίδασυς — ἀμφίδασυς, εια, υ (Α) αυτός που είναι από όλες τις πλευρές δασύς, δασύτριχος, πυκνόμαλλος, τριχωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δασύς] … Dictionary of Greek
βαθύμαλλος — βαθύμαλλος, ον (Α) πυκνόμαλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + μαλλος < μαλλός «μαλλί, τρίχωμα προβάτου» (πρβλ. δασύμαλλος)] … Dictionary of Greek
δασύμαλλος — η, ο (AM δασύμαλλος, ον) δασύτριχος, πυκνόμαλλος νεοελλ. 1. γένος κολεόπτερων εντόμων 2. γένος μυοπορινιδών φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < δασύς + μαλλος < μαλλός «τούφα μαλλιού»] … Dictionary of Greek
ειροπόκος — εἰροπόκος, ον (Α) αυτός που έχει πολύ μαλλί, ο πυκνόμαλλος … Dictionary of Greek
πηγεσίμαλλος — ον, Α (για αρνί) αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα, πυκνόμαλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηγ τού πήγνυμι*, με παρέκταση εσι κατά τα συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος για μετρικούς λόγους + μαλλος (< μαλλός), πρβλ. δασύ μαλλος] … Dictionary of Greek
πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… … Dictionary of Greek